χασμουριούμαι

χασμουριούμαι
βλ. χασμουριέμαι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χασμουριέμαι — και χασμουριούμαι ή χασμουριώμαι Ν 1. έχω χασμουρητό, χασμώμαι 2. (ειδικά) νυστάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. τού ρ. χασμῶμαι σχηματισμένοι μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. *χασμ ούρα (< χάσμη + κατάλ. ούρα, πρβλ. χασ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • χασμουριέμαι — και χασμουριούμαι χασμουρήθηκα, ανοίγω ακούσια το στόμα και εισπνέω βαθιά είτε από νύστα είτε από κόπο κ.ά.: Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου και σήμερα χασμουριέμαι συνέχεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”